πουαζέιγ

πουαζέιγ
το, Ν
μονάδα μέτρησης τού συντελεστή δυναμικού ιξώδους, υπαγόμενη στο διεθνές σύστημα μονάδων, τής οποίας η ονομασία έχει εγκαταλειφθεί και αντ' αυτής χρησιμοποιείται ο όρος πασκάλ επί δευτερόλεπτα (Pa
s).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πουαζέιγ, Ζαν Λεονάρ Mαρί — (Poiseuille, Παρίσι 1799 – 1869). Γάλλος γιατρός και φυσιολόγος. Η μελέτη της πίεσης του αίματος τον οδήγησε σε γενικότερες έρευνες σε σχέση με το ιξώδες των ρευστών, που βρίσκονται σε κίνηση μέσα σε τριχοειδείς σωλήνες. Ο νόμος των Χάγκεν Π.,… …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • πουάζ — (Poise). Μονάδα μέτρησης του συντελεστή ιξώδους στο σύστημα CGS. Το ιξώδες, ή εσωτερική τριβή, εμφανίζεται ως αντίσταση ενός ρευστού να κινηθεί υπό την επίδραση μιας δύναμης. Λέμε ότι ένα ρευστό έχει ιξώδες 1 π., όταν απαιτείται δύναμη μιας δύνης …   Dictionary of Greek

  • Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”